Λίτσι

Λίτσι

Kαθώς η αλλαγή του κλίματος είναι ήδη γεγονός, οι παραδοσιακές καλλιέργειες αντιμετωπίζουν προβλήματα που είτε πρέπει να επιλυθούν άμεσα είτε να βρεθούν νέες δυνατότητες παραγωγής.

Η οικονομική πίεση που ασκείται στον πρωτογενή τομέα εξαιτίας των παραπάνω, μπορεί να βρει διέξοδο σε καινούριες καλλιέργειες. Ζητούμενο είναι πλέον η επιλογή κατάλληλων ειδών, προσαρμοσμένων στο κλίμα και τις συνθήκες των περιοχών καλλιέργειας, οικονομικά συμφέρουσες για τον παραγωγό και με θετική ανταπόκριση από το καταναλωτικό κοινό. Ένα τέτοιο είδος, κατάλληλο για τη νότια Ελλάδα είναι το λίτσι. Πρόκειται για υποτροπικό είδος, με ανάγκη για υψηλές θερμοκρασίες και σχετική υγρασία, δοκιμασμένο για περισσότερο από 20 χρόνια στις κλιματικές συνθήκες της Κρήτης.

Λίτσι (Litchi chinensis)

Το λίτσι είναι ένα αειθαλές δέντρο της οικογένειας Sapindaceae, αυτόχθονο στις υποτροπικές περιοχές της νότιας Κίνας και έχει αναπτυχθεί εκεί για πάνω από 3.500 χρόνια. Καλλιεργείται ως διακοσμητικό δέντρο καθώς και για τους καρπούς του. Πρόκειται για υπαίθρια καλλιέργεια και συνήθως το ύψος του δέντρου είναι μικρότερο από 10 μέτρα. Απαιτεί θερμό κλίμα χωρίς παγετό, όχι κάτω από τη θερμοκρασία των -4 °C. Επίσης τα λίτσι απαιτούν ένα κλίμα με υψηλή καλοκαιρινή θερμότητα, βροχόπτωση και υγρασία. Η ανάπτυξη είναι καλύτερη σε καλά στραγγιζόμενα (για να μην υπάρχουν προβλήματα ασθενειών), ελαφρώς όξινα εδάφη, πλούσια σε οργανική ύλη. Δεν είναι απαιτητικό σε κλαδέματα και χρειάζεται μόνο ελαφρύ κλαδοκάθαρο σε ετήσια βάση. Κύριος τρόπος πολλαπλασιασμού είναι οι εναέριες καταβολάδες και η όλη διαδικασία πραγματοποιείται Ιούλιο - Αύγουστο.

Ένα ευρύ φάσμα ποικιλιών είναι διαθέσιμο, με πρώιμες και όψιμες ποικιλίες, προσαρμοσμένες στα θερμότερα και πιο δροσερά κλίματα αντίστοιχα. Οι ταξιανθίες του λίτσι παράγονται σε ξύλο της προηγούμενης χρονιάς και τα άνθη αναπτύσσονται την τρέχουσα βλαστική περίοδο. Πρόκειται για εκατοντάδες μικρά λευκά, κίτρινα ή πράσινα λουλούδια που είναι ευδιάκριτα και αρωματικά. Η εμφάνισή τους γίνεται στο τέλος του χειμώνα με αρχές άνοιξης.

Ο καρπός είναι υψηλής εμπορικής αξίας χάρη στη βρώσιμη, λευκή, ημιδιαφανή και χυμώδη σάρκα του, που είναι ιδιαίτερα αρωματική και γλυκιά. Το ελκυστικό κόκκινο, αλλά σκληρό και ακανθώδες περικάρπιο θεωρείται βρώσιμο, αλλά απομακρύνεται εύκολα και προτιμάται η κατανάλωσή του χωρίς αυτό. Ο καρπός απαντάται σε σχήμα καρδιάς ή σφαιρικό, διαμέτρου μέχρι 5 cm και ζυγίζει περίπου 20 g. Στο κέντρο του καρπού υπάρχει ένα μη βρώσιμο σπέρμα που αποκολλάται εύκολα από τη σάρκα. Η συγκομιδή διαρκεί 4-6 εβδομάδες στα μέσα του καλοκαιριού. Ο καρπός μπορεί να καταναλώνεται φρέσκος, αλλά η σύντομη περίοδος συγκομιδής και η μικρή διάρκεια συντήρησης περιορίζουν την κατανάλωση. Εναλλακτικά, οι καρποί επεξεργάζονται και εμπορεύονται ως κονσερβοποιημένοι, κατεψυγμένοι ή αποξηραμένοι.

Το λίτσι είναι μη κλιμακτηρικό είδος, που σημαίνει ότι μετά τη συγκομιδή ο καρπός δε συνεχίζει την ωρίμαση. Για τον λόγο αυτό θα πρέπει να συγκομίζεται όταν είναι πλήρως ώριμος και έτοιμος για κατανάλωση. Η ωρίμαση μπορεί να προσδιοριστεί με βάση το βάρος του καρπού, το χρώμα, τα σάκχαρα, τα οξέα, την αναλογία σακχάρου/οξέος, τη γεύση και τον αριθμό ημερών από την άνθηση. Στην πράξη, η ωριμότητα συνήθως αξιολογείται από το χρώμα του περικαρπίου και τη γεύση της σάρκας. Οι καρποί ωριμάζουν σε 80-110 ημέρες από την άνθιση, ανάλογα με το κλίμα, την τοποθεσία και την ποικιλία. Στο λίτσι παρατηρείται το φαινόμενο της καρπόπτωσης. Η αρχική πτώση καρπών μπορεί να συμβεί ως αποτέλεσμα ατελούς γονιμοποίησης, ενώ μια δεύτερη φάση εμφανίζεται αργότερα και αποδίδεται στη διακοπή ανάπτυξης του εμβρύου του καρπού. Σε ορισμένες περιπτώσεις, παρά τη διακοπή ανάπτυξης του εμβρύου, ο καρπός δεν πέφτει. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα καρπούς με σπέρματα «γλώσσας κοτόπουλου» που έχουν συρρικνωθεί, αλλά εξακολουθούν να έχουν καλά αναπτυγμένη σάρκα. Για την περιοχή της Κρήτης, η περίοδος ανθοφορίας ξεκινά Απρίλιο – Μάιο και τον Αύγουστο τελειώνει η παραγωγή.

Το κάθε δέντρο παράγει 30 έως 50 κιλά καρπών. Το λίτσι είναι πολύ εύκολο να καλλιεργηθεί, δεν παρουσιάζει σημαντικές ιδιαιτερότητες. Τα δέντρα δεν είναι ευπαθή και δεν τα επηρεάζουν οι παγετοί της περιοχής. Χρειάζεται προσοχή στο κλάδεμα, γιατί μπορεί να φτάσουν και τα 4 με 5 μέτρα. Η συγκομιδή γίνεται με το χέρι.

11zon resized 2024 12 05T191612.462

Αποθήκευση

Οι κυριότεροι παράγοντες περιορισμού της διάρκειας αποθήκευσης και της εμπορικότητας του λίτσι είναι το καφέτιασμα του περικαρπίου και η σήψη του καρπού. Ο αποχρωματισμός του περικαρπίου είναι το κύριο πρόβλημα των καρπών μετά τη συγκομιδή, οι οποίοι χάνουν το κόκκινο χρώμα τους λόγω ταχείας αποικοδόμησης της κόκκινης χρωστικής και γίνονται καφέ. Ωστόσο, έχει διαπιστωθεί ότι δεν υπάρχει προφανής μεταβολή στο περιεχόμενο των ανθοκυανινών και η γεύση δεν επηρεάζεται. Το καφέτιασμα των καρπών είναι ταχύ και η αποσύνθεση εμφανίζεται μετά από 2-3 ημέρες στους 20 °C. Τυποποίηση των καρπών με μεμβράνη πολυαιθυλενίου και κατάλληλες συνθήκες συντήρησης συμβάλλει στη μείωση της αλλαγής χρώματος Μετασυλλεκτική φθορά λόγω βακτηρίων και ζυμών παρατηρείται σε περιοχές μυκητιακής λοίμωξης. Ο έλεγχος θα πρέπει να ξεκινά με μέτρα κατά των εντόμων/εχθρών καθώς οι ρωγμές στο περικάρπιο επιτρέπουν την είσοδο μικροοργανισμών. Η τροποποιημένη ατμόσφαιρα, ιδιαίτερα χαμηλό οξυγόνο και/ή υψηλό διοξείδιο του άνθρακα, έχει τη δυνατότητα απολυμαντικής θεραπείας.

Θρεπτικά συστατικά 

Ο ώριμος καρπός που αποτελείται από 80% νερό, περιέχει μικρές ποσότητες θιαμίνης, ριβοφλαβίνης, μετάλλων και αποτελεί σημαντική πηγή ασκορβικού οξέος. Μετά τη συγκομιδή, τα επίπεδα του ασκορβικού οξέος μειώνονται, ανεξάρτητα από τις συνθήκες αποθήκευσης. Τα κυριότερα σάκχαρα στους ώριμους καρπούς είναι η σακχαρόζη, η φρουκτόζη και η γλυκόζη, ενώ περιέχονται επίσης μέτριες ποσότητες πολυφαινολών, σε κάποιες περιπτώσεις υψηλότερες από τα σταφύλια και τα μήλα.

Οικονομικό ενδιαφέρον

Το λίτσι καλλιεργείται εμπορικά στις χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας, ΗΠΑ (Χαβάη και Φλόριντα), Βραζιλία, Καραϊβική, Ισραήλ, Νότια Αφρική και Αυστραλία. Η Ινδία και η Κίνα παράγουν το 91% της παγκόσμιας παραγωγής αλλά αυτή διατίθεται κυρίως στην τοπική αγορά. Εξαγωγή λίτσι γίνεται από τη Νότια Αφρική, Αυστραλία και Ισραήλ με συνεχή αυξητική τάση. Τα λίτσι συνήθως πωλούνται φρέσκα ή αποξηραμένα στις ασιατικές αγορές και τα τελευταία χρόνια ευρέως σε καταστήματα τροφίμων παγκοσμίως. Διατίθενται επίσης κονσερβοποιημένοι, καρποί αλλά δεν προτιμώνται, δεδομένου ότι η αρωματική γεύση αλλοιώνεται κατά τη διαδικασία της κονσερβοποίησης. Μπορούν επίσης να μεταποιηθούν για να παράγουν κρασί ή χυμό.

Ορισμένες ποικιλίες παράγουν ένα υψηλό ποσοστό καρπών με συρρικνωμένα σπέρματα που είναι γνωστά ως «γλώσσες κοτόπουλου». Αυτοί οι καρποί έχουν συνήθως υψηλότερη τιμή, λόγω της ύπαρξης περισσότερης βρώσιμης σάρκας. Επίσης, υπάρχουν και άσπερμες ποικιλίες λίτσι με μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον.

Δρ Θηρεσία-Τερέζα Τζατζάνη, Ερευνήτρια Δ΄ Ινστιτούτο Ελιάς Υποτροπικών Φυτών & Αμπέλου Μαργαρίτα Τρικουνάκη, Φοιτήτρια Γεωπονικού Τμήματος ΑΠΘ 


Εκτύπωση   Email