Τα στοιχεία που είναι ιδιαιτέρως σημαντικά για την καλλιέργεια της ελιάς είναι το Ν, το Κ και το Ca, ενώ από τα ιχνοστοιχεία, το Β.
Κατά την εγκατάσταση του ελαιώνα, εάν απαιτούνται, ο Ρ, το Κ και το Mg προστίθενται στο λάκκο φύτευσης ως μείγμα με έδαφος, για την αποφυγή τυχόν τοξικότητας από υψηλή συγκέντρωση χημικών λιπασμάτων κοντά στις νεαρές ρίζες. Εναλλακτικά, πριν την εγκατάσταση του ελαιώνα, είναι δυνατή η ενσωμάτωση στο έδαφος (βάθος 20 – 30 cm) των λιπασμάτων που περιέχουν Κ, Ρ, Mg και Β.
Η εφαρμογή Ν ενδείκνυται να πραγματοποιείται μετά την επιτυχημένη εγκατάσταση των δένδρων, ακόμη και ένα έτος μετά τη φύτευση, αλλά κατά την ανάπτυξη της καλλιέργειας θεωρείται απαραίτητη η ετήσια εφαρμογή του, καθώς αντιδρά θετικά στην αζωτούχο λίπανση. Η αντίδραση της καλλιέργειας στην καλιούχο λίπανση εξαρτάται από τις εδαφοκλιματικές συνθήκες και το ιστορικό λίπανσης, οπότε κάποιες φορές είναι μικρή ή ανύπαρκτη, αλλά και αρκετά συχνά είναι θετική. Η εφαρμογή Ρ ενδείκνυται μόνο εφόσον υποδείξει προβλήματα θρέψης για το συγκεκριμένο στοιχείο η φυλλοδιαγνωστική. Υπό ξερικές συνθήκες, η λίπανση εφαρμόζεται συνήθως κατά το χρονικό διάστημα Δεκεμβρίου – Ιανουαρίου, πριν τη περίοδο των βροχοπτώσεων, ενώ σε αρδευόμενες καλλιέργειες, η εφαρμογή της γίνεται προς τα τέλη του χειμώνα (Φεβρουάριο). Συνιστάται η επιφανειακή αζωτούχος λίπανση σε δύο δόσεις τουλάχιστον και τα καταλληλότερα βλαστικά στάδια για αυτό, είναι πριν την έκπτυξη των οφθαλμών και την άνθιση (BBCH 50) και μετά τη καρπόδεση (BBCH 71 – 85). Η εφαρμογή θα πρέπει να ακολουθείται από άρδευση ή βροχή, για περιορισμό των απωλειών. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι, όταν η εδαφική υγρασία δεν αποτελεί περιοριστικό παράγοντα, η αντίδραση των δένδρων στη χορήγηση Ν είναι ιδιαίτερα εμφανής. Στα κρίσιμα στάδια, είναι δυνατή συμπληρωματική αζωτούχος λίπανση με διαφυλλικό ψεκασμό, για υποβοήθηση της απορρόφησης ιχνοστοιχείων από τα φύλλα. Ιδιαίτερα αποτελεσματική είναι η διαφυλλική λίπανση σε ξηρικές καλλιέργειες, που η απορρόφηση Ν από τις ρίζες είναι περιορισμένη. Η ποσότητα του χορηγούμενου Ν εξαρτάται άμεσα από την ένταση του κλαδέματος, δηλαδή μετά από αυστηρό κλάδεμα εφαρμόζεται μικρότερη ποσότητα Ν, εν συγκρίσει με το ελαφρύ κλάδεμα. Η έλλειψη Ν διαπιστώνεται και μακροσκοπικά, από το μήκος της ετήσιας βλάστησης. Η αζωτούχος λίπανση για την ενδυνάμωση της νέας βλάστησης αποτελεί αποτελεσματικό τρόπο αντιμετώπισης της παρενιαυτοφορίας. Στα τέλη καλοκαιριού – αρχές Σεπτεμβρίου (BBCH 80 – 85), κατά τη διάρκεια δηλαδή της ελαιογένεσης, το Κ θα πρέπει να βρίσκεται στα επιθυμητά επίπεδα, γεγονός το οποίο μπορεί να επιτευχθεί με τη βασική λίπανση, αλλά και με υδρολίπανση το καλοκαίρι.
Η έλλειψη Β προκαλεί το φαινόμενο «σκούπα της μάγισσας», δηλαδή την εμφάνιση πολλών, πυκνών και μικρών κλαδιών που δεν καρποφορούν στην ετήσια βλάστηση. Στην Ελλάδα, συχνά παρατηρείται «κρυφή πείνα» για Β, η οποία προκαλεί μειωμένη ανθοφορία και καρπόδεση. Το Β μπορεί να εφαρμοστεί και με διαφυλλικό ψεκασμό πριν την άνθιση, αλλά δεν θεραπεύει τροφοπενιακές καταστάσεις, παρά μόνο αυξάνει την ετήσια καρπόδεση.
Στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι, η βελτίωση του εδάφους σε οργανική ουσία μπορεί να επιτευχθεί με προσθήκη κοπριάς (γνωστής προελεύσεως) ή κόμποστ, καθώς και με χλωρή λίπανση. Σχετικά με τη χλωρή λίπανση, το φθινόπωρο (Οκτώβριο) πραγματοποιούνται σπορές ψυχανθών, συνήθως βίκου για αργιλώδη εδάφη, λούπινου για αμμώδη, κουκιών για ασβεστώδη ή μείγμα βίκου με κριθάρι, αγρωστωδών, σταυρανθών και μειγμάτων διαφόρων αυτοφυών φυτών μεταξύ των γραμμών των δένδρων. Η χλωρή λίπανση κόβεται, ψιλοχωματίζεται με καταστροφέα ή ενσωματώνεται με φρεζάρισμα με υψηλή ταχύτητα και πολύ ψηλά τη φρέζα για τη μείωση όσο το δυνατόν της καταστροφής των επιφανειακών ριζών. Η κοπή της γίνεται με την εμφάνιση των πρώτων άνθεων των ελαιόδεντρων, καθώς για την αφομοίωση της χλωρής λίπανσης θα πρέπει οι μικροοργανισμοί να αρχίσουν να «δουλεύουν» στο έδαφος. Σε περιπτώσεις αρδευόμενων ελαιώνων ή σε περιοχές με αρκετές βροχοπτώσεις συνιστάται ανεπιφύλακτα. Οσον αφορά τη κοπριά, συνιστάται η εναλλαγή της με χλωρή λίπανση ανά έτος, διότι έχει υπολειμματική δράση. Το φθινόπωρο θεωρείται ως η κατάλληλη εποχή για λίπανση με κοπριά, ώστε να αξιοποιηθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο οι χειμερινές βροχοπτώσεις, να διαλυθεί και να αφομοιωθεί από τα δένδρα. Επισημαίνεται ότι, η κοπριά πρέπει να εφαρμόζεται πάντα χωνεμένη και στην κατάλληλη ποσότητα, διότι σε αντίθετη περίπτωση αυξάνεται ο κίνδυνος αποστράγγισης νιτρικών και εκπομπής αερίων από το έδαφος. Τέλος, όσον αφορά το κόμποστ εν συγκρίσει με τη κοπριά, είναι οργανικό λίπασμα ταχείας αποδέσμευσης. Για τη παραγωγή του είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί οτιδήποτε είναι διαθέσιμο σε κάθε περιοχή, όπως ελαιόφυλλα και ελαιοπυρήνες, υπολείμματα κλαδέματος, στέμφυλα από οινοποιεία, υπολείμματα εκκοκκιστηρίων βάμβακος, ζωικά άλευρα, κ.α. Στον πίνακα που ακολουθεί παρουσιάζονται οι απαιτήσεις θρεπτικών στοιχείων ελαιοκαλλιέργειας ανά στάδιο ανάπτυξης.
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΛΙΠΑΝΣΗΣ ΕΛΑΙΩΝΑ:
Η λίπανση δεν πραγματοποιείται σε όλους τους ελαιώνες βάσει του ίδιου σχήματος ή προτύπου. Η λίπανση και ο τρόπος εφαρμογής της επηρεάζονται από διάφορους παράγοντες όπως η εδαφική υγρασία και η άρδευση, η χημική και η μηχανική σύσταση του εδάφους, οι κλιματικές συνθήκες, η ποικιλία, η ηλικία και η παραγωγικότητα των δένδρων, καθώς και η πυκνότητα φύτευσης.
Εγκατάσταση Ελαιώνα:
Προτείνεται η χορήγηση Ρ με ενσωμάτωση στο έδαφος, πριν τη φύτευση των δένδρων, για τη διασφάλιση της διαθεσιμότητας του δυσκίνητου αυτού στοιχείου στο έδαφος προς τις αναπτυσσόμενες ρίζες για τα επόμενα έτη. Συνιστάται η χορήγηση του σε συνδυασμό με χωνεμένη και απολυμασμένη κοπριά. Για διόρθωση τυχόν έλλειψης και εξασφάλισης της άμεσης διαθεσιμότητας για καλή πρώτη ανάπτυξη των ριζών, μπορεί βάσει εδαφικής ανάλυσης να γίνει ενσωμάτωση μαζί με το Ρ, καλίου, μαγνησίου και ασβεστίου ή διαδοχικά.
Παραγωγικός Ελαιώνας:
Σε περιπτώσεις παραγωγικών ελαιώνων προτείνεται η εφαρμογή λιπασμάτων στο έδαφος αργά το φθινόπωρο και το χειμώνα, την άνοιξη και το καλοκαίρι οι διαφυλλικοί ψεκασμοί, ενώ η υδρολίπανση το καλοκαίρι. Ενδείκνυται η εφαρμογή λιπασμάτων σε ένα δακτύλιο γύρω από το δένδρο, ανάλογο του ανοίγματος της κόμης. Στην περίπτωση κατά την οποία, η καταπολέμηση των ζιζανίων πραγματοποιείται με άρωση ή φρεζάρισμα, μπορεί ταυτοχρόνως να γίνει και η ενσωμάτωση των λιπασμάτων. Για τον καθορισμό του ύψους της αζωτούχου λίπανσης σε μη αρδευόμενους ελαιώνες, βασικό ρόλο παίζουν η ετήσια βροχόπτωση και η διαθέσιμη υγρασία εδάφους. Ετσι:
• η χορήγηση Ν πρέπει να γίνεται συγκρατημένα σε περιοχές μέσης ετήσιας βροχόπτωσης κάτω των 400 mm – προτείνεται η χορήγηση 100 gr N/ δένδρο/100 mm βροχόπτωσης ή 1 kg N/στρ./100 mm βροχόπτωσης,
• η χορηγούμενη ποσότητα Ν μπορεί να αυξηθεί αναλογικά έως 1500 gr N/δένδρο, σε περιοχές μέσης ετήσιας βροχόπτωσης 400 – 700 mm,
• η χορήγηση Ν είναι ανάλογη με τη γονιμότητα του εδάφους και έως 1500 gr N/δένδρο, σε περιπτώσεις αρδευόμενων ελαιώνων ή περιοχών με ετήσια βροχόπτωση άνω των 700 mm. Οι απαραίτητες διορθώσεις στην εφαρμοζόμενη αζωτούχο λίπανση πραγματοποιούνται με παρακολούθηση της αποτελεσματικότητάς της.
Συγκεκριμένα, η παρακολούθηση της αποτελεσματικότητάς της μπορεί να πραγματοποιηθεί με τους εξής δύο τρόπους:
• Παρακολούθηση του μήκους της ετήσιας βλάστησης, το οποίο πρέπει να είναι επαρκές και του χρώματος των φύλλων, που πρέπει να είναι βαθύ.
Εάν το μήκος της ετήσιας βλάστησης δεν είναι ικανοποιητικό (25 – 50 cm) και δεν συντρέχουν άλλοι λόγοι (π.χ. ασθένειες), η ποσότητα του Ν θα πρέπει να αυξηθεί. Αντιθέτως, εάν το μήκος της είναι υπερβολικό, τότε θα πρέπει η ποσότητα Ν να μειωθεί.
• Με φυλλοδιαγνωστική.
Προσαρμογή της αζωτούχου λίπανσης, ώστε η περιεκτικότητα των φύλλων σε Ν να είναι εντός των ορίων 1,6 – 1,8%, κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Οι ανάγκες ενός ελαιόδεντρου έως και το Μάρτιο, καλύπτονται σχεδόν ολοκληρωτικά από τα θρεπτικά στοιχεία που είναι αποθηκευμένα στα βλαστικά του μέρη (ρίζες, φύλλα, κλαδιά και κορμό), καθώς οι ρίζες δεν λειτουργούν αποτελεσματικά κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Την άνοιξη, με την έναρξη της βλάστησης, οι ρίζες λειτουργούν απορροφώντας από το έδαφος ανόργανα στοιχεία. Από το Μάρτιο και έπειτα, η συμμετοχή της απορρόφησης ανόργανων από το έδαφος στην κάλυψη των θρεπτικών αναγκών της ελιάς αυξάνεται έως τις αρχές του καλοκαιριού, ενώ στη συνέχεια η κάλυψη τους γίνεται ολοκληρωτικά με απορρόφηση στοιχείων από το έδαφος.
Κατά συνέπεια, ενδείκνυται σε ξηρικούς ελαιώνες με λίγες βροχοπτώσεις, η εφαρμογή με ενσωμάτωση των λιπαντικών στοιχείων (αμμωνιακό άζωτο, κάλιο, φωσφόρος) κατά το χρονικό διάστημα Δεκεμβρίου – Ιανουαρίου, ώστε να είναι διαθέσιμα κατά τη περίοδο Μαρτίου – Απριλίου. Η συγκεκριμένη λίπανση μπορεί να εφαρμοστεί κατά το χρονικό διάστημα τέλη Φεβρουαρίου – αρχές Μαρτίου, σε περιοχές με σημαντικές βροχοπτώσεις κατά τη περίοδο Φεβρουαρίου – Μαρτίου, ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι απώλειες λόγω έκπλυσης.
Σε αρδευόμενους ελαιώνες, η αζωτούχος λίπανση πρέπει να εφαρμόζεται εν μέρει τον Απρίλιο και εν μέρει με θερινές αρδεύσεις, ενώ η λίπανση Κ και Ρ μπορεί να διενεργηθεί το χειμώνα. Απαραίτητη εισροή θεωρείται κατά τη χρονική περίοδο τέλη Αυγούστου – αρχές Σεπτεμβρίου η επιφανειακή λίπανση με 2 μονάδες Ν και το 10% των αναγκών Κ, για τη βελτιστοποίηση της ανάπτυξης και της ελαιοποίησης του καρπού. Επειδή η ελιά είναι ιδιαίτερα απαιτητική σε Ν, προτείνεται διαφυλλική εφαρμογή Ν μετασυλλεκτικά, η οποία αποσκοπεί στην αποθησαύριση Ν για το φυτό για την επόμενη βλαστική περίοδο και συμβάλλει στο μετριασμό της παρενιαυτοφορίας. Μπορεί επικουρικά να χορηγηθεί διαφυλλικά άζωτο (π.χ. σε μορφή ουρίας 1 – 2 % ή σε άλλη μορφή) κατά τη διαμόρφωση των άνθεων που χρονικά προσδιορίζεται Μάρτιο – Απρίλιο και αποσκοπεί σε καλοσχηματισμένα άνθη, όταν σταματήσει η βλαστική ανάπτυξη και μετασυλλεκτικά για αποθησαύριση σε συνδυασμό με B, Zn, K και P. Η διαφυλλική χορήγηση αμινοξέων προανθικά και μετά τη καρπόδεση διευκολύνει την ταυτόχρονη διαφυλλική απορρόφηση και άλλων θρεπτικών στοιχείων (π.χ. B, Zn) και συμβάλλει στην εξοικονόμηση ενέργειας για το δένδρο.
Η ελιά απαιτεί τακτική καλιούχο λίπανση για την επίτευξη υψηλών αποδόσεων και καλής ποιότητας καρπού, ιδίως σε ελαιώνες στους οποίους δεν έγινε εφαρμογή Κ για αρκετά έτη και μάλιστα μετά από έτος υψηλής παραγωγής. Στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι, στην Ελλάδα είναι συνηθισμένη η τροφοπενία Κ. Γενικότερα πρέπει να επισημανθεί ότι, το ύψος της καλιούχου λίπανσης από εδάφους σχετίζεται άμεσα και καθορίζεται και από το αντίστοιχο της αζωτούχου. Νωρίς το καλοκαίρι, επικουρική διαφυλλική εφαρμογή σκευασμάτων που περιέχουν Κ, Ca, αμινοξέα και πολυσακχαρίτες με οσμωρυθμιστική δράση επιτρέπει στο δένδρο να ανταπεξέλθει καλύτερα στη καταπόνηση (stress), εξαιτίας των πολύ υψηλών θερμοκρασιών κατά του μήνες Ιουλίου – Αυγούστου. Επανάληψη της εφαρμογής νωρίς το φθινόπωρο οδηγεί σε αύξηση της ελαιοπεριεκτικότητας των καρπών και τη ποιότητα του ελαιόλαδου. Προτείνεται η εφαρμογή φωσφοροκαλιούχων λιπάνσεων αμέσως μετά τη συγκομιδή με ενσωμάτωση, για την αύξηση της αντοχής στον παγετό των ελαιοδένδρων.
Γενικά, για ελαιώνες σε μέσα εδάφη θα μπορούσε να προταθεί η εξής λίπανση:
• Σε ελαιώνες που δέχονται έως και 400 mm ετήσιας βροχόπτωσης, ενδείκνυται η εφαρμογή 1,2 – 1,5 kg N/ στρ./100 mm βροχόπτωσης. Σε αρδευόμενους ελαιώνες ή σε ελαιώνες που δέχονται έως και 700 mm ετήσιας βροχόπτωσης, συνιστώνται 1,5 – 1,8 kg Ν/100 mm νερού/στρ.
• Σε μέσης γονιμότητας εδάφη, οι απαιτήσεις των ελαιόδενδρων σε Ρ ικανοποιούνται με δόση ίση περίπου με το 1/3 της χορηγούμενης δόσης Ν. Επισημαίνεται ότι, θεωρείται σημαντική η χορήγηση μέρους των μονάδων Ρ αργά το φθινόπωρο, ώστε να κατέβει με τη βροχόπτωση προς το ριζόστρωμα.
• Ενδείκνυται η εφαρμογή 1 – 3 kg K/ δένδρο ετησίως σε γόνιμα εδάφη και 2 – 5 kg K/δένδρο σε εδάφη φτωχά σε κάλιο. Εναλλακτικά, μπορεί να γίνει εφαρμογή ανά τριετία τουλάχιστον ποσότητας Κ, διπλάσιας περίπου της ετήσιας δόσης Ν.
Οι συνήθεις ετήσιες εισροές θρεπτικών στοιχείων για συντήρηση παραγωγικών ελαιόδεντρων σε παραδοσιακούς ελαιώνες με μέσα εδάφη, εξαρτώνται από διάφορες παραμέτρους, όπως τα αποτελέσματα της εδαφικής ανάλυσης, την παραγωγή της προηγούμενης χρονιάς και το ύψος των ετήσιων βροχοπτώσεων. Παράλληλα, θα πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα για τον εφοδιασμό με Ca και Mg, στην ποσότητα που απαιτείται.
Θετική θεωρείται η επίδραση της προσθήκης 1 – 2 ton/στρ. ή περίπου 50 kg/ δένδρο χωνεμένης κοπριάς ή άλλης μορφής οργανική ουσία, ανά 2 – 3 έτη νωρίς το χειμώνα, όπως και εφαρμογή χουμικών εκχυλισμάτων, τα οποία διευκολύνουν την απορρόφηση τόσο του Ρ, όσο και των ιχνοστοιχείων. Σε περιπτώσεις περιοχών που χαρακτηρίζονται από υψηλές βροχοπτώσεις, ενδείκνυται η συγκαλλιέργεια ψυχανθών, ώστε να επιτευχθεί χλωρά λίπανση με την ενσωμάτωσή τους στο έδαφος. Το είδος του ψυχανθούς που θα καλλιεργηθεί εξαρτάται από τον τύπο του εδάφους, δηλαδή σε ασβεστώδη εδάφη προτείνεται η καλλιέργεια κουκιών, σε αμμώδη η καλλιέργεια λούπινου και σε αργιλώδη, βίκου. Η σπορά πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου, ταυτοχρόνως με τη χορήγηση επιφανειακής φωσφορο – καλιούχου λίπανσης. Η ενσωμάτωσή τους στο έδαφος διενεργείται πριν το τέλος των βροχοπτώσεων, με παράλληλη εφαρμογή 2 – 3 kg N/στρ. σε νιτρική μορφή. Με αυτό τον τρόπο αντισταθμίζεται η κατανάλωση Ν από την αυξημένη δραστηριότητα των μικροοργανισμών του εδάφους, που θα προκληθεί με την ενσωμάτωση.
Εν κατακλείδι, για τη δημιουργία ενός ορθού προγράμματος λίπανσης του ελαιώνα θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τρεις βασικοί παράγοντες, οι οποίοι είναι το ιστορικό του ελαιώνα, οι τοπικές εδαφοκλιματικές συνθήκες, καθώς και το ύψος της παραγωγής. Μπορεί να καταρτιστούν προγράμματα λίπανσης σε τοπικό επίπεδο, τα οποία σε συνδυασμό με τους εδαφολογικούς χάρτες να δίνουν πληροφορίες για τις λιπαντικές ανάγκες. Συνιστάται η πραγματοποίηση εδαφικών αναλύσεων και φυλλοδιαγνωστικής ανά 3 έτη. Για την διασφάλιση της αξιοπιστίας και της δυνατότητας σύγκρισης των αποτελεσμάτων. Πρέπει να αναγράφονται σε κάθε ανάλυση και οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν.
Πηγές
ΔΡ. ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΡΑΤΑΣΙΟΥ-ΔΡ. ΗΛΙΑΣ ΚΑΛΦΑΣ
ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ