Άρδευση καλλιέργειας ελιάς

Άρδευση καλλιέργειας ελιάς

Η ελιά είναι ξηροφυτικό φυτό με μεγάλη αντοχή στην υδατική καταπόνηση. Παράγοντες όπως το χνούδι στην κάτω επιφάνεια των φύλλων, η μικρή διάμετρος των αγγείων του ξύλου, τα χαρακτηριστικά του συστήματος της ρίζας και η αποτελεσματική ρύθμιση από τα φύλλα της διαπνοής και της ανταλλαγής των αερίων αποτελούν βασικούς φυσιολογικούς μηχανισμούς που την επιτρέπουν να λειτουργεί σε ακραίες συνθήκες υδατικής καταπόνησης.

Καλλιεργείται στη Μεσόγειο, σε περιοχές με ετήσια βροχόπτωση από 200-1000 mm. Για καλή ανάπτυξη και υψηλή παραγωγή απαιτείται άρδευση πάνω από 500-600 mm (1).

Κρίσιμες περίοδοι όσον αφορά τις ανάγκες σε νερό της ελιάς είναι :

Α) Η περίοδος διαφοροποίησης οφθαλμών και διαμόρφωσης των άνθεων (Ιανουάριος-μέσα Μαρτίου),

Β) Η περίοδος άνθησης και καρπόδεσης (μέσα Απριλίου-μέσα Ιουνίου),

Γ) Η περίοδος ταχείας ανάπτυξης του καρπού (Αύγουστος-Σεπτέμβριος).

Όταν η βροχόπτωση τον χειμώνα είναι περιορισμένη καλό θα ήταν η άρδευση να ξεκινάει πριν την έναρξη της άνθησης και να συνεχίζεται στην περίοδο της σκλήρυνσης του πυρήνα και της ταχείας ανάπτυξης του καρπού.

Ανεπάρκεια υγρασίας την άνοιξη (Μάρτιος-Απρίλιος) μειώνει τη βλάστηση με αποτέλεσμα την μείωση της παραγωγής του τρέχοντος έτους αλλά και του επόμενου (παρενιαυτοφορία).

Η υπερβολική υγρασία οδηγεί στην μείωση του οξυγόνου στο έδαφος. Αυτό συντελεί σε αλλαγή στον μεταβολισμό των ριζών και στην παρεμπόδιση θρεπτικών στοιχείων. Ελαιόδενδρα που αναπτύσσονται σε τέτοιες υγρασιακές συνθήκες γίνονται μικρά με πολυάριθμους κλαδίσκους, μικρά με κιτρινοπράσινα φύλλα, μικρή απόδοση και με πρόωρη ωρίμανση των καρπών. Η υπερβολική άρδευση στο στάδιο της άνθησης μπορεί να προκαλέσει έλλειψη αζώτου λόγω έκπλυσης με αποτέλεσμα την πτώση των άνθεων. Αντίθετα σε περιόδους υδατικής καταπόνησης τα φύλλα απορροφούν νερό από τους καρπούς με αποτέλεσμα την συρρίκνωση αυτών (σάρκας) ιδιαίτερα στο τέλος του καλοκαιριού. Οι καρποί μπορεί και να πέσουν αν η έλλειψη νερού είναι έντονη και διαρκής. Αν η έλλειψη νερού δεν είναι έντονη τότε η συρρίκνωση των καρπών είναι αναστρέψιμη μέσω βροχόπτωσης ή άρδευσης.

Οι επιτραπέζιες ποικιλίες απαιτούν μεγαλύτερες ποσότητες νερού από τις ελαιοποιήσιμες. Η άρδευση αυξάνει την παραγωγή ελαιόλαδου ανά δένδρο ανάλογα με τον τύπο του εδάφους και την κατάσταση του φυτού. Αντίθετα η άρδευση καθυστερεί την ωρίμανση (βαθμιαία αλλαγή χρώματος) και η μέγιστη ελαιοπεριεκτικότητα πραγματοποιείται πιο αργά. Η άρδευση θα πρέπει να σταματάει αρχές Οκτωβρίου για να υπάρχει μία ξηρή περίοδος ωρίμανσης του καρπού.

Η μέθοδος άρδευσης που χρησιμοποιείται σήμερα στην ελιά είναι η άρδευση με σταγόνες. Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται άμεση εφαρμογή νερού στο ριζικό σύστημα κάτω από συνθήκες υψηλής διαθεσιμότητας, αποφυγή απωλειών νερού κατά τη διάρκεια ή μετά από την εφαρμογή της άρδευσης και μείωση του κόστους εφαρμογής. Βασικά χαρακτηριστικά της άρδευσης με σταγόνες είναι ο χαμηλός ρυθμός εφαρμογής του νερού, η διαβροχή τμήματος εδάφους, χαμηλές δόσεις, υψηλή συχνότητα, μεγάλη διάρκεια άρδευσης και τέλος υψηλή διαθεσιμότητα εδαφικού νερού. Στα μέσης σύστασης εδάφη χρησιμοποιείται μία γραμμή άρδευσης ενώ στα αμμώδη ή ελαφριά εδάφη δύο γραμμές ή μικρο εκτοξευτήρες. Συνιστάται ο σχεδιασμός της άρδευσης με βάση τα κλιματολογικά δεδομένα ενώ η εφαρμογή 4 αρδεύσεων το μήνα κατά τους μήνες Ιούνιο-Ιούλιο-Αύγουστο-Σεπτέμβριο είναι επιθυμητή. Σε περιόδους με μειωμένη διαθεσιμότητα νερού μπορεί να εφαρμοστεί ελλειμματική άρδευση. Σε αυτή την τεχνική άρδευσης καλύπτοται οι ανάγκες της καλλιέργειας στα κρίσιμα στάδια ενώ στα υπόλοιπα περιορίζεται ή σταματά η άρδευση. Η εφαρμογή της ελλειμματικής άρδευσης σε ελαιοποιήσιμες ποικιλίες μειώνει την κατανάλωση νερού έως και 30% με ελάχιστη μείωση παραγωγής. Η επιλογή αυτής της μεθόδου συνεπάγεται κατάλληλη γνώση της εξατμισοδιαπνοής της ελιάς, τα κρίσιμα στάδια ανάπτυξης καθώς και τις οικονομικές επιπτώσεις στην μείωση της παραγωγής.

Η ελιά θεωρείται μέσης ανθεκτικότητας φυτό στην αλατότητα (2). Μπορεί να αντέξει σε υψηλές συγκεντρώσεις διαλυτών αλάτων αρκεί το NaCl να μην υπερβαίνει την τιμή των 8g/L (2). Η χρήση επεξεργασμένων υγρών αποβλήτων αποτελεί μία δυναμική και αποτελεσματική από πλευράς κόστους λύση για την παροχή αρδευτικού νερού καθώς περιέχουν μεταξύ άλλων και θρεπτικά συστατικά όπως άζωτο, φώσφορο και κάλιο. Η αξιοποίηση των επεξεργασμένων υγρών αποβλήτων εφαρμόζεται ως μέθοδος σε χώρες όπως η Ιταλία, η Τυνησία, η Ισπανία, το Ισραήλ, το Μαρόκο κ.λ.π. Ο μηχανισμός αντοχής της ελιάς στην αλατότητα έχει σχέση με την παρεμπόδιση μετακίνησης του Νa από τη ρίζα στο βλαστό και στα φύλλα παρά στην απορρόφηση του από το εδαφικό διάλυμα στη ρίζα (3). Ανθεκτικές ποικιλίες στην αλατότητα είναι η Μεγαρίτικη, Λιανιλιά, Κέρκυρας, Καλαμών, Κοθρεϊκη. Μέσης ανθεκτικότητας είναι η Κονσερβολιά, Κορωνέϊκη, Μαστοιδής, Βαλανολιά, Αδραμυτινή ενώ ευαίσθητες στην αλατότητα είναι οι Χαλκιδικής, Θρουμπολιά, Αγουρομανάκι. Τυπικά συμπτώματα τοξικότητας από άλατα στην ελιά είναι η ξήρανση της άκρης των φύλλων, η πτώση των φύλλων και η ξήρανση της άκρης των νεαρών βλαστών ενώ η παρατεταμένη χρήση νερού με υψηλή αλατότητα μπορεί να προκαλέσει ολική ξήρανση του φυτού. Η προσθήκη καλίου στο νερό άρδευσης με υψηλή αλατότητα αυξάνει σημαντικά τις συγκεντρώσεις Κ+ στα φύλλα και τους καρπούς και μειώνει τη συγκέντρωση Νa+ και την εμφάνιση συμπτωμάτων τοξικότητας στα φύλλα. Ίσως προκαλέσει και πρόωρο μεταχρωματισμό στην αλλαγή του καρπού (4). 

Η ύπαρξη αλάτων στο εδαφικό διάλυμα δυσκολεύει την απορρόφηση του νερού, μειώνει την άυξηση του βλαστού, της φυλλικής επιφάνειας, του μήκους της ρίζας καθώς και την ικανότητα για ριζοβολία (3,5,6). Η αλατότητα μειώνει τη βιωσιμότητα της γύρης, τον αριθμό των ανθέων ανά ταξιανθία και την καρπόδεση (7,8), άρα και την παραγωγή. Η υψηλή αλατότητα δεν επηρεάζει ή μειώνει το βάρος των καρπών και αυξάνει την περιεκτικότητα σε υγρασία των καρπών (9-12). Επίσης αυξάνει ή δεν επηρεάζει την ελαιοπεριεκτικότητα του καρπού (10,12,13), αν και η έκταση της επίδρασης αλλάζει με την ποικιλία (10,14,15).

Βιβλιογραφία:

(1) Rugini and Fedeli, 1990

(2) Mass and Hoffman, 1977; Rugini and Fedeli, 1990

(3) Tattini et al., 1994; Chartzoulakis et al., 2000, 2005

(4) Chartzoulakis et al., 2006

(5) Chartzoulakis et al., 2002

(6) Bartolini et al., 1991

(7) Therio and Misopolinos, 1988

(8) Cresti et al., 1994)

(9) Στεφανουδάκης κ.α., 2001

(10) Weisman et al., 2004

(11) Ben Ahmed et al., 2009

(12) Klein et al., 1994

(13) Melgar et al., 2009

(14) Zarrouk et al., 1996

(15) Στεφανουδάκης κ.α., 2004


Εκτύπωση   Email