Ιστορία και Οικονομία
Οι ορχιδέες (οικογένεια Orchidaceae) είναι φυτά γνωστά από την αρχαιότητα, τόσο στην λεκάνη της Μεσογείου όσο και στην Άπω Ανατολή. Οι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν τις αυτοφυείς ορχιδέες για τις θεραπευτικές τους ιδιότητες και τις ονόμασαν έτσι εξαιτίας του χαρακτηριστικού βολβώδους σχήματος του ριζικού τους συστήματος.
Ο Κομφούκιος επίσης τις αναφέρει στα κείμενά του και υπονοεί ότι από τότε τις χρησιμοποιούσαν ως φυτά για την διακόσμηση των εσωτερικών χώρων. Οι ορχιδέες έγιναν διάσημες στα μέσα του 17 ου αιώνα χάρη στους εξερευνητές της εποχής, που εισήγαγαν στην Ευρώπη διάφορα εξωτικά είδη με μεγάλα άνθη και εντυπωσιακό χρώμα και άρωμα. Τα περισσότερα γένη των ορχιδέων προέρχονται από την τροπική ζώνη της Ασίας, της Αφρικής και της Αμερικής, όμως πολλά είδη τους έχουν εξαπλωθεί και σε ιδιαιτέρως ψυχρά κλίματα. Οι πλέον εμπορικές ορχιδέες είναι αυτές των γενών Cattleya, Cymbidium, Phalaenopsis, Dendrobium, Vanda, Arachnis, Oncidium και Paphiopedilum. Για το 2010 η αξία της συνολικής παγκόσμιας παραγωγής ξεπέρασε το 1 δισεκατομμύριο δολάρια, με την Ιαπωνία να ηγείται και να ακολουθούν οι ΗΠΑ, η Ταϊβάν, η Κίνα και η Βραζιλία. Πέραν όμως της καλλωπιστικής τους αξίας οι ορχιδέες χρησιμοποιούνται και ως τρόφιμα. Η βανίλια που χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική προκύπτει από την ορχιδέα Vanilla fragrans και συγκεκριμένα από τον αποξηραμένο καρπό της ο οποίος μοιάζει με λοβό φασολιού. Πριν από μια δεκαετία ήταν επικερδής καλλιέργεια και ένα κιλό μπορούσε να πωληθεί ως και 500 ευρώ, όμως σήμερα η τιμή έχει υποχωρήσει στο 1/10 καθώς πολλοί αγρότες στράφηκαν στην καλλιέργεια της και σημειώθηκε υπερπροσφορά. Ωστόσο, το ενδιαφέρον παραμένει και το μέλλον της θεωρείται ευοίωνο. Επίσης το αφέψημα «σαλέπι» προκύπτει από τους ψευδοβολβούς της ορχιδέας Orchis mascula. Παλιά του είχαν αποδοθεί και αφροδισιακές ιδιότητες ενώ σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, όπου είναι γνωστό και ως «σερνικοβότανο», οι γυναίκες που το πίνουν γεννούν αγόρια.
Μορφολογία και Πολλαπλασιασμός
Στον κόσμο υπάρχουν περισσότερα από 25.000 είδη ορχιδέων με αποτέλεσμα η όψη και ο τρόπος ανάπτυξής τους να διαφέρουν σημαντικά. Γενικά, η καινούρια βλάστηση προκύπτει είτε μόνο από την κορυφή ή και από τα πλάγια, ενώ το σώμα του φυτού μπορεί να είναι μονό ή να αποτελείται από πολλούς βλαστούς. Κάποια είδη έχουν ορθή ανάπτυξη, ενώ κάποια άλλα έρπουν ή είναι αναρριχώμενα. Οι βλαστοί έχουν χαρακτηριστικές διογκώσεις μέσα από τις οποίες φύονται τα φύλλα. Τα φύλλα μπορεί να είναι ένα ως πολλά, χοντρά και δερματώδη ή λεπτά και μαλακά, με χαρακτηριστικές παράλληλες νευρώσεις. Πολλαπλασιάζονται εγγενώς και αγενώς. Οι σπόροι είναι τόσο μικροί που είναι δυσδιάκριτοι με γυμνό οφθαλμό και δεν έχουν ενδοσπέρμιο, με αποτέλεσμα για να φυτρώσουν να απαιτείται η συμβίωση τους με συγκεκριμένους μύκητες οι οποίοι διασπούν το άμυλο του εδάφους σε σάκχαρα και τους το προσφέρουν. Σήμερα πολλαπλασιάζονται εγγενώς για την δημιουργία νέων ποικιλιών με την τεχνική της ιστοκαλλιέργειας στο θρεπτικό υπόστρωμα Knudson “C” solution. Ανάλογα με το είδος πολλαπλασιάζονται αγενώς σε ριζωτήρια με
μοσχεύματα κορυφής, παραφυάδες, διαίρεση από το μητρικό φυτό, ιστοκαλλιέργεια ή και ριζοβολία ανθικών στελεχών.
Άνθη και Συγκομιδή
Αναμφίβολα οι ορχιδέες σχηματίζουν τα εντυπωσιακότερα άνθη. Συνήθως η μορφή του άνθους είναι ανάλογη του γένους. Οι βελτιωτές έχουν δημιουργήσει χιλιάδες ποικιλίες με αμέτρητα χρώματα και σχέδια: από απαλές και διακριτικές αποχρώσεις του άσπρου, του κίτρινου και του πορτοκαλί ως έντονες και επιβλητικές του κόκκινου, του φούξια και του μωβ. Τα άνθη που σχηματίζουν έχουν περίπου 10 cm διάμετρο, αν και κάποιες φορές μπορεί να είναι πολύ μικρά (αυτοφυή είδη κυρίως), ή σε κάποια άλλα είδη μπορεί να φτάσουν μέχρι και τα 45 cm. Αρκετές ορχιδέες δεν έχουν άρωμα, ενώ κάποιες άλλες έχουν. Τα είδη Maxillaria tennuifolia και Aerides odorata είναι γνωστά για το χαρακτηριστικό τους άρωμα, ενώ σήμερα έχουν δημιουργηθεί και πολλά άλλα. Τα άνθη τους είναι συμμετρικά ως προς ένα νοητό κατακόρυφο άξονα: από τη μία πλευρά προς την άλλη. Είναι κατά κύριο λόγο ερμαφρόδιτα και φύονται σε ταξιανθίες. Κάθε άνθος έχει έξι πέταλα τα οποία περικλείουν τα αναπαραγωγικά όργανα. Το πιο χαρακτηριστικό πέταλο είναι το κεντρικό μεσαίο και ονομάζεται γλωσσάριο. Το γλωσσάριο σε πάρα πολλά είδη μοιάζει με έντομο ώστε να προσελκύονται έντομα και να γίνεται επικονίαση (μιμητισμός). Ανθίζουν τουλάχιστον μία φορά το χρόνο, ενώ υπάρχουν είδη που μπορούν να ανθίσουν μέχρι και τρείς φορές. Με τον τρόπο αυτό οι παραγωγοί συνδυάζοντας τα κατάλληλα είδη και ποικιλίες μπορούν να συγκομίζουν καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Γενικά η συγκομιδή των ταξιανθιών γίνεται με αποστειρωμένες λεπίδες ή μαχαίρια και αφού έχουν ανοίξει τουλάχιστον τα τρία πρώτα άνθη. Στη συνέχεια τοποθετούνται σε δοχεία με νερό και κατηγοριοποιούνται με βάση την εμφάνιση: είδος, μέγεθος, χρώμα, μήκος ταξιανθίας, αριθμός και διάταξη των ανθέων επάνω στην ταξιανθία καθώς και τυχόν διακλαδώσεις είναι τα κύρια χαρακτηριστικά που λαμβάνονται υπόψη. Οι ταξιανθίες συσκευάζονται κατά δέματα και ανάλογα με το χρόνο αποθήκευσης τοποθετούνται σε δοχεία με ή χωρίς νερό. Όταν συγκομίζονται μονά άνθη, αυτά τοποθετούνται σε ξεχωριστά κουτάκια με orchid-tubes και νερό. Η διατήρηση γίνεται στους 6 oC περίπου για ως δύο εβδομάδες, ενώ τα άνθη επάνω στο φυτό μπορούν να παραμείνουν ως και ένα μήνα. Για τον λόγο αυτό οι παραγωγοί επιλέγουν να προγραμματίζουν την παραγωγή τους για όταν υπάρχουν παραγγελίες. Γενικά τα άνθη τους είναι πολύ ανθεκτικά στις μεταφορές, όμως απαιτείται ειδική μεταχείριση καθώς αν για οποιοδήποτε λόγο αποσπαστούν οι ανθήρες τότε παράγεται αιθυλένιο και επιταχύνεται δραματικά η γήρανση.
Καλλιεργητικές Φροντίδες και Φυτοπροστασία
Η καλλιέργεια των ορχιδέων είναι ταυτόχρονα εύκολη και δύσκολη υπόθεση. Οι ορχιδέες απαιτούν αρκετά ιδιαίτερες συνθήκες ανάπτυξης σε σχέση με τα υπόλοιπα φυτά, οι οποίες όμως αν είναι γνωστές από την αρχή και εφαρμοστούν σωστά δίνουν εξαιρετικά αποτελέσματα και πολύ μεγάλη παραγωγή.
Έδαφος: Οι επιφυτικές ορχιδέες (πχ Cattleya, Phalaenopsis, Dendrobium, Vanda κλπ) πρέπει να αναπτύσσονται σε υποστρώματα από κομμάτια φλοιών δέντρων (έλατου) ή από ίνες φτέρης (osmunda, πριονίδια κλπ) ώστε να συγκρατείται μια ελάχιστη υγρασία και ταυτόχρονα η ρίζα να αερίζεται πλήρως. Μπορούν επίσης να μεγαλώσουν και σε συγκεκριμένα αδρανή υποστρώματα. Οι ορχιδέες που ριζώνουν στο έδαφος (πχ Cymbidium, Phaius κτλ) μπορούν να αναπτυχθούν σε μίγματα πλούσια σε οργανική ουσία και πάρα πολύ καλό αερισμό, πχ μίγματα τύρφης, ξύλου, περλίτη, άμμου κτλ.
Άρδευση: Οι ορχιδέες είναι τα ιδανικά φυτά για εκείνους που ξεχνάνε να ποτίσουν τα λουλούδια τους. Απαιτούν πότισμα μόνο αφότου στεγνώσει εντελώς το υπόστρωμα στο οποίο μεγαλώνουν και όχι νωρίτερα, καθώς η υπερβολική υγρασία στο υπόστρωμα πνίγει τη ρίζα η οποία πρέπει πάντα να έρχεται σε επαφή με τον αέρα. Αυτή η ιδιαιτερότητα, η οποία δεν είναι ευρέως γνωστή, αποτελεί τον κύριο λόγο για τον οποίο πεθαίνουν τα φυτά σε σπίτια και γραφεία. Το ιδανικό νερό για να ποτιστούν είναι το βρόχινο καθώς έχει την μικρότερη αγωγιμότητα. Εξίσου καλό είναι και το εμφιαλωμένο νερό, ενώ το νερό των πόλεων θεωρείται ικανοποιητικό. Νερό με υψηλή αγωγιμότητα, χλωριωμένο ή με βαρέα μέταλλα απαγορεύεται να χρησιμοποιείται καθώς οι ορχιδέες είναι πολύ ευαίσθητα φυτά. Το νερό που προέρχεται από γεωτρήσεις επιβάλλεται να αναλύεται πλήρως πριν χρησιμοποιηθεί από τις θερμοκηπιακές μονάδες. Το pH δεν επηρεάζει σημαντικά καθώς ανάλογα με το είδος υπάρχει μεγάλη ανοχή σε ένα εύρος από 4 ως 9.
Λίπανση: Το γεγονός ότι η ρίζα χρειάζεται να έρχεται σε επαφή με τον αέρα καθώς και η μεγάλη τους ευαισθησία στην υγρασία, στην αλατότητα και τα στοιχεία κάνει τις ορχιδέες να απαιτούν ήπια λίπανση, αλλά σχεδόν με κάθε άρδευση. Όταν το εδαφικό υπόστρωμα είναι φλοιοί δέντρων απαιτούνται λιπάσματα της σύνθεσης 30-10-10 τα οποία διαλύονται στο νερό σε μια αναλογία περίπου 1:1000, και το διάλυμα αυτό θα πρέπει να χρησιμοποιείται για 40-50 m2 θερμοκηπιακής καλλιέργειας. Η εφαρμογή του πρέπει θα πρέπει να γίνεται περίπου κάθε 2 εβδομάδες ώστε τα φυτά να αποδώσουν το μέγιστο. Για τις ορχιδέες που μεγαλώνουν σε ίνες και διάφορα εδαφικά μίγματα συνιστώνται πιο ήπια λιπάσματα του τύπου 10-10-10.
Θερμοκρασία: Η θερμοκρασία παίζει πολύ σημαντικό ρόλο καθώς επηρεάζει την άνθηση. Κάθε κατηγορία ορχιδέων έχει τις δικές της άριστες θερμοκρασίες και έτσι σημειώνονται αρκετές εξαιρέσεις. Η θερμοκρασία κατά την διάρκεια της νύχτας θα πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ 15-18 oC με κάποια είδη να απαιτούν ακόμα και 10 oC για να ανθίσουν (Cymbidium), ενώ η θερμοκρασία κατά την διάρκεια της ημέρας θα πρέπει να είναι μεταξύ 21-24 oC με κάποια άλλα είδη να απαιτούν ως και 27 oC (Phalaenopsis). Γενικά μπορούν να επιβιώσουν για μικρό χρονικό διάστημα σε θερμοκρασία ως 32 oC.
Φωτισμός: Η ένταση του φωτός είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας για την ανάπτυξη των ορχιδέων, καθώς απαιτούν χαμηλές εντάσεις φωτός. Η Phalaenopsis
αναπτύσσεται εξαιρετικά σε μια ένταση φωτός περίπου 30-40 μmol/s/m2 , η Cattley σε εντάσεις 50-60 μmol/s/m2 , ενώ η Cymbidium σε ακόμα υψηλότερες εντάσεις. Οι θερμοκηπιακές μονάδες συνίσταται να σκιάζονται με κουρτίνες κατά την περίοδο του καλοκαιριού, όπου η ένταση του φωτός είναι μεγάλη.
Φυτοπροστασία: Ο τετράνυχος, τα κοκκοειδή και οι ψευδόκοκκοι είναι οι κυριότεροι εχθροί που προσβάλουν τις ορχιδέες. Θα πρέπει να εφαρμόζονται τα μέτρα
υγειονομικής καθαρότητας του αρχικού υλικού για να αποφευχθεί η είσοδός τους, ενώ σε περιπτώσεις προσβολών συνίσταται χημική καταπολέμηση (κοκκοειδή ψευδόκοκκοι) και συστηματική εναλλαγή ακαρεοκτόνων σκευασμάτων για να αναποφευχθεί η ανάπτυξη ανθεκτικότητας (κυρίως για τον τετράνυχο). Συνήθεις ασθένειες προκαλούνται από τους μύκητες βοτρύτη (γκρι μούχλα), πύθειο και φυτόφθορα (σήψη-λιώσιμο λαιμού και ψευδοβολβών), καθώς και διάφορες στιγματώσεις των φύλλων, ενώ έχουν αναφερθεί και ορισμένοι ιοί. Για την περίπτωση των μυκήτων θα πρέπει να ελέγχεται η υγρασία και η θερμοκρασία ώστε να μην είναι ευνοϊκές οι συνθήκες για την ανάπτυξη τους και να γίνονται ψεκασμοί με τα αντίστοιχα μυκητοκτόνα σκευάσματα από τα πρώτα συμπτώματα ώστε να προληφθεί η εξάπλωση. Ορισμένες κοινές φυσιολογικές ανωμαλίες που μπορεί να παρατηρηθούν είναι η έλλειψη ασβεστίου (χαρακτηριστική κίτρινη λωρίδα στα φύλλα που εξελίσσεται σε μαύρη ξήρανση και τελικά πέφτει το φύλλο) η οποία αντιμετωπίζεται με αντίστοιχη λίπανση, καθώς και το κιτρίνισμα και η πτώση των φύλλων εξαιτίας χαμηλών θερμοκρασιών, συνήθως κάτω από 7 oC.
Αναδημοσίευση από το περιοδικό "Αγροτικά Νέα" της Κύπρου