Ελαιοκράμβη

Ελαιοκράμβη

Ελαιοκράμβη (Brassica napus L.) και βρασσική η αιθιοπία (Brassica carinata L. Braun).

Εποχή σποράς :

Σεπτέμβριος - Δεκέμβριος: Χειμερινές

Μάρτιος - Απρίλιος: Εαρινές

Ζιζανιοκτονία:

Προφυτευτική και μεταφυτρωτική

Πυκνότητα σποράς: έως 13.000 φυτά / στρ

Άρδευση: 0 - 500 χιλιοστά

Λίπανση: Ν: 3 - 10 κιλά / στρέμμα

Ανάπτυξη κι αποδόσεις σε βιομάζα: Ύψος φυτού: 0,5 - 2 μέτρα

Χλωρή βιομάζα: 300-800 κιλά / στρ

Παραγωγή σπόρου : M.O. 300 κιλά / στρ

Elaiokramvi

Eικόνα 1. Σπόροι ελαιοκράμβης.

Χρήσεις: Βιοέλαιο (σπόροι), στερεό βιοκαύσιμο (άχυρο)Η ελαιοκράμβη είναι ένα ετήσιο, C3 φυτό που ανήκει στην οικογένεια Cruciferae και πιθανότατα κατάγεται από την περιοχή της Μεσογείου. Το γένος Brassica περιλαμβάνει την ελαιοκράμβη (B. napus) και τα είδη B. rapa, B. carinata, B. nigra και B. oleracea. Το περισσότερο διαδεδομένο είδος είναι το B. rapa που παρουσιάζει εξάπλωση από τη Βόρεια Ευρώπη έως την Κίνα και την Κορέα. Η καλλιέργεια της ελαιοκράμβης σήμερα παρουσιάζει παγκόσμια εξάπλωση με κυριότερες χώρες παραγωγής την Ινδία, την Κίνα, τον Καναδά, τις ΗΠΑ, το Πακιστάν, την Πολωνία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ολλανδία και την Αγγλία. Στην Ευρώπη, η καλλιέργεια της ελαιοκράμβης ξεκίνησε στα μέσα του 15ου αιώνα και σήμερα καταλαμβάνει έκταση περίπου 50.000.000 στρέμματα με τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Αγγλία να καλύπτουν το 85% της συνολικής έκτασης. Στην Ελλάδα, η ελαιοκράμβη καλλιεργείται σε μικρές πειραματικές εκτάσεις για την αξιολόγηση της ως ενεργειακό φυτό.Η ελαιοκράμβη, λόγω της υψηλής περιεκτικότητας σε λάδι εξαιρετικής ποιότητας, αποτελεί σήμερα την πιο σημαντική πηγή εδώδιμου λαδιού για τις χώρες της Βόρειας Ευρώπης.

Το λάδι που εξάγεται από την ελαιοκράμβη χρησιμοποιείται επίσης για την παρασκευή μαργαρίνης, σαπουνιών, χρωμάτων, φαρμάκων, πλαστικών, λιπαντικών ή ως συστατικό μείγματος σε ορυκτά λάδια. Μετά την εξαγωγή του λαδιού τα υπολείμματα της καλλιέργειας (πίτα), λόγω της υψηλής περιεκτικότητάς τους σε πρωτεΐνες (10-45%) χρησιμοποιούνται ως ζωοτροφή. Δεδομένης της υψηλής περιεκτικότητάς της σε έλαια και της διαθεσιμότητας της απαραίτητης τεχνογνωσίας, η ελαιοκράμβη αποτελεί την κύρια πηγή παραγωγής biodiesel στην ΕΕ. Η περιεκτικότητα της ελαιοκράμβης σε λάδι κυμαίνεται μεταξύ 40-45%. Τα κύρια συστατικά του λαδιού είναι το ελαϊκό (60%), λινολεϊκό (10%) και λινολενικό (20%), ενώ η συνολική περιεκτικότητα σε κορεσμένα οξέα δεν υπερβαίνει το 6%.

Η ελαιοκράμβη είναι ετήσιο φυτό, πολλαπλασιάζεται με σπόρο και καλλιεργείται κυρίως για την παραγωγή ελαίου. Μετά την εξαγωγή του ελαίου, τα υπολείμματα του φυτού (η πίττα) χρησιμοποιούνται ως ζωοτροφή στην κτηνοτροφία, αφού είναι πολύ πλούσια σε πρωτεΐνη. Θεωρείται παγκοσμίως το τρίτο σημαντικότερο ελαιοπαραγωγό φυτό μετά τη σόγια και το φοινικέλαιο με περιεκτικότητα σε λάδι που κυμαίνεται μεταξύ 30 – 50%. Οι τεχνικές καλλιέργειες είναι όμοιες με εκείνες των χειμερινών σιτηρών, ενώ ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί κατά τη συγκομιδή και του χρόνου αυτής, ώστε να αποφευχθεί η απώλεια του σπόρου από τις υψηλές θερμοκρασίες.συγκομιδή και του χρόνου αυτής, ώστε να αποφευχθεί η απώλεια του σπόρου από τις υψηλές θερμοκρασίες.Βάσει στοιχείων του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, το 2010 καλλιεργήθηκαν στη χώρα μας 96.307 στρέμματα και παρήχθησαν 29.296 τόνοι ελαιοκράμβης, με μέση απόδοση 304 κιλά το στρέμμα. Η καλλιέργεια εντοπίζεται κυρίως στην Κεντρική Μακεδονία και ακολουθεί η Ανατολική Μακεδονία-Θράκη, ενώ δυνητική περιοχή εξάπλωσης αποτελεί η Δυτική Μακεδονία. Ο κύριος περιοριστικός παράγοντας της ελαιοκράμβης στην Ελλάδα, είναι σύμφωνα με τον ίδιο, οι υψηλές θερμοκρασίες από την άνθιση ως το γέμισμα του σπόρου. Θερμοκρασίες 27 °C προκαλούν ανθόρροια και κακό γέμισμα το σπόρου, με αποτέλεσμα τη μείωση αποδόσεων (-40 kg/στρέμμα για άνοδο από 21 σε 24°C) και της ελαιοπεριεκτικότητας (-1,7% για κάθε 1°C άνοδο).

Βοτανικά χαρακτηριστικά ελαιοκράμβης

Η ελαιοκράμβη διαθέτει ισχυρή και πασσαλώδη κύρια ρίζα, η οποία είναι βαθιά, επιμήκη και οξύληκτη. Από τα πρώτα στάδια ανάπτυξης του φυτού, ιδιαίτερα κατά τη φθινοπωρινή σπορά, είναι ο σχηματισμός των πρώτων φύλλων, χρώματος μπλε-πράσινο, τα οποία διαμορφώνουν τη ροζέτα (ανάπτυξη 4-10 φύλλων ιδανικό 6-8). Μετά το λήθαργο του χειμώνα, από τη ροζέτα εκφύονται τα νέα φύλλα και το κεντρικό στέλεχος. Το κεντρικό στέλεχος είναι ευθυτενές και στην κορυφή του βλαστάνουν οι πλάγιοι ανθοφόροι βραχίονες. Οι πλάγιοι βλαστοί εκπτύσσονται στις μασχάλες των ψηλότερων φύλλων του κύριου στελέχους και καθώς επιμηκύνεται, οι πλάγιοι καταλήγουν συνήθως σε ανθοταξίες. Τα φύλλα είναι σκούρα πράσινα, γλαύκα, λογχοειδή, άμισχα και εκφύονται κατ΄ εναλλαγή έως κάποια έκταση του βλαστού. Η ταξιανθία είναι βοτρυοειδής, επιμήκης και φέρεται στην άκρη του κύριου στελέχους και των δευτερευόντων βλαστών. Τα άνθη μπορεί να είναι από πολύ ανοιχτό κίτρινο έως και πορτοκαλί, συνήθως όμως είναι λαμπερού χρυσοκίτρινου χρώματος. Έχουν 4 σέπαλα και 4 ακτινωτά πέταλα, με 6 στήμονες από τους οποίους οι 2 είναι μικρότεροι. Ο καρπός είναι κερατοειδής λοβός, κυλινδρικός, επιμήκης, στενός και οξύληκτος, μήκους 5-10 cm. Κάθε φυτό φέρει περίπου 120 λοβούς, από τους οποίους οι 40-60 αναπτύσσονται στο κεντρικό στέλεχος. Ο σπόρος είναι μικρός, σφαιρικός, χρώματος σκούρο καφέ προς μαύρο. Κάθε λοβός περιέχει 18-20 σπόρους, διαμέτρου 1-2,5mm με μέσο όρο τα 1,75-2mm. Περισσότερες λεπτομέρειες για τα βοτανικά χαρακτηριστικά της ελαιοκράμβης καθώς και λίγα λόγια για τον βιολογικό κύκλο του φυτού αυτού, στον σύνδεσμο που ακολουθεί.

Εδαφοκλιματικές συνθήκες

Κλιματικές συνθήκες

Η ελαιοκράμβη προσαρμόζεται σε ευρύ φάσμα κλιματολογικών συνθηκών. Γενικά, ως φυτό του βόρειου τμήματος της εύκρατης ζώνης ευδοκιμεί σε περιοχές με ήπιο χειμώνα και δροσερό καλοκαίρι. Η βέλτιστη θερμοκρασία βλάστησης και ανάπτυξης είναι περί τους 10 και 20oC, αντίστοιχα. Η ελάχιστη θερμοκρασία ανάπτυξης είναι 0oC, ενώ σε χαμηλότερες θερμοκρασίες το φυτό διακόπτει την ανάπτυξή του και επιβιώνει μέχρι και στους -15oC, ενώ υπάρχουν και υβρίδια με αντοχή μέχρι -18°C έως -25°C. Οι υψηλές θερμοκρασίες κατά την ωρίμανση των σπόρων προκαλούν επίσης τη μείωση του περιεχομένου τους σε λάδι. Οι χειμερινές ποικιλίες χρειάζονται την επίδραση χαμηλών θερμοκρασιών (εαρινοποίηση) για να εισέλθουν στο στάδιο της ανθοφορίας. Η καλλιέργεια της ελαιοκράμβης απαιτεί περίπου 400-450mm νερού κατά την διάρκεια της καλλιεργητικής περιόδου, με την μισή ποσότητα να απαιτείται κατά το στάδιο της ανθοφορίας και το γέμισμα των λοβών.

Εδαφικές συνθήκες

Γενικά κάθε έδαφος που είναι κατάλληλο για την καλλιέργεια σιτηρών και τεύτλων είναι κατάλληλο και για την καλλιέργεια της ελαιοκράμβης.

Η ελαιοκράμβη ευδοκιμεί σε πολλούς τύπους εδαφών, από ελαφρώς βαριά αργιλώδη μέχρι ελαφρώς αμμώδη, αλλά προτιμά τα βαθιά, γόνιμα, πλούσια σε οργανική ουσία και με καλή αποστραγγιστική ικανότητα. Τα εδάφη που σχηματίζουν κρούστα έπειτα από βροχή, θεωρούνται ακατάλληλα, καθώς ο μικρός σπόρος δεν μπορεί να την διαπεράσει κατά το φύτρωμα. Ακόμη, πολύ επιζήμια για το φύτρωμα και την ανάπτυξη του φυτού είναι η κατάκλιση των εδαφών και τα πλημμυρικά φαινόμενα. Επισημαίνεται ότι, όταν η καλλιέργεια είναι εγκατεστημένη σε πλούσια υγρά εδάφη, πολύ κρίσιμο παράγοντα διαχείρισης αποτελεί η ποσότητα της αζωτούχας λίπανσης και η πυκνότητα της φυτείας. H ελαιοκράμβη προτιμά τα όξινα παρά τα αλκαλικά εδάφη, με ιδανικό εύρος ανάπτυξης 6-7,5. Όταν η καλλιέργεια γίνεται σε φτωχά ξηρικά εδάφη, το διαθέσιμο νερό κατά τη διάρκεια της άνοιξης αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα επίδρασης στην τελική παραγωγή.

Εχει διαπιστωθεί ότι από καλλιέργεια σε καλλιέργεια ελαιοκράμβης πρέπει να παρεμβάλλεται διάστημα τριών - τεσσάρων ετών, επειδή έχει παρατηρηθεί ότι οι αποδόσεις της αυξάνουν όσο μεγαλώνει η περίοδος που μεσολαβεί μεταξύ δύο καλλιεργειών. Οι αποδόσεις αυξάνονται και φθάνουν στο 100% του δυναμικού τους, όταν η ίδια έκταση καλλιεργείται με ελαιοκράμβη κάθε τέσσερα χρόνια. Αντίθετα, όταν η ελαιοκράμβη καλλιεργείται συνεχώς στο ίδιο έδαφος ως μονοκαλλιέργεια, οι αποδόσεις είναι μειωμένες και πέφτουν στο 77%.

Συστήματα αμειψισπορών που περιλαμβάνουν σιτηρά δίνουν πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα και το πλέον διαδεδομένο σύστημα αμειψισποράς είναι με σιτηρά (ελαιοκράμβη - σιτάρι - κριθάρι - ελαιοκράμβη). Η ελαιοκράμβη μπορεί επίσης να καλλιεργηθεί έπειτα από καλλιέργεια λιναριού, καλαμποκιού και πατάτας, τεύτλων, σιναπιού, ηλίανθου. Η ελαιοκράμβη μπορεί να καλλιεργηθεί, να αναπτυχθεί και να αποδώσει ικανοποιητικά και χωρίς άρδευση, δεδομένου ότι στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας από το Νοέμβριο έως και τον Μάρτιο υπάρχουν συνήθως βροχοπτώσεις. Εφόσον, όμως, δεν σημειωθούν ικανοποιητικές βροχοπτώσεις κατά τις κρίσιμες αυτές φάσεις, τότε κρίνεται απαραίτητη η εφαρμογή άρδευσης, ώστε να επιτευχθεί αύξηση των αποδόσεων.

Ποικιλίες

Οι σημαντικότερες ποικιλίες ελαιοκράμβης είναι οι Nelson, Petrol, Aviator, Technic κα Diamond από την Syngenta, ενώ η εταιρεία Κ+Ν Ευθυμιάδη διαθέτει τις Excalibur, Californium και Exact. Η εταιρία Pioneer διαθέτει το υβρίδιο PR46W31 που εξασφαλίζει σταθερότητα παραγωγής και σιγουριά στην απόδοση. Η κανόλα (canola) αποτελεί ποικιλία της ελαιοκράμβης. Από αυτή τη ποικιλία ελαιοκράμβης παράγεται το ομώνυμο φαγώσιμο λάδι. Η κατανάλωσή του θεωρείται ασφαλής από τον άνθρωπο και τα ζώα. Αποτελεί επίσης πηγή παραγωγής βιοντίζελ όπως όλα τα φυτικά έλαια.Η ποικιλία κανόλα δημιουργήθηκε το 1970 μέσω των παραδοσιακών φυτικών διασταύρωσεων με την αφαίρεση δύο οξέων που βρέθηκαν στο φυτό της ελαιοκράμβης, του γλυκοζινολικού και του ερουκικού. Το ερουκικό οξύ αφαιρέθηκε επειδή ήταν πιστεύεται ότι είναι τοξικό σε υψηλές δόσεις. Το νέο φυτό μετονομάστηκε σε "canola" - ένας συνδυασμός του "Canadian (Καναδικό)" and "Oil (πετρέλαιο)" (or ola) για να γίνει αυτή η διαφορά εμφανής. Εξ ορισμού, εάν ένας σπόρος είναι χαρακτηρισμένος ως "κανόλα" πρέπει να περιέχει λιγότερο από 30 μικρογραμμομόρια (micromoles) γλυκοζινολικού και λιγότερο από 2% ερουκικού οξέος. Η κανόλα παράγεται εκτός από τον Καναδά και στη Κίνα. Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι η κατανάλωση ελαιοκράμβης, όπως είναι το λάδι κανόλα καθώς και τα έλαια κανόλα που είναι υψηλά σε μονοακόρεστα λιπαρά, ενδεχομένως να μειώνουν περισσότερο το λίπος στην περιοχή της κοιλιάς συγκριτικά με άλλα έλαια. Τα μονοακόρεστα λιπαρά προστατεύουν την υγεία της καρδιάς. Άλλες πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι η βιταμίνη γ-τοκοφερόλη, που βρίσκεται στο κραμβέλαιο (λάδι κανόλα) και το σογιέλαιο, βλάπτει τους πνεύμονες.ΣποράΗ σωστή εποχή σποράς είναι από τους καθοριστικότερους παράγοντες μιας πετυχημένης σοδιάς στην ελαιοκράμβη. Η κρισιμότητα της επιλογής αυτής στηρίζεται στο γεγονός ότι το φυτό πρέπει να ξεχειμωνιάσει έχοντας ήδη αναπτύξει φύλλα. Η χειμερινή ελαιοκράμβη έχει την ανάγκη των χαμηλών θερμοκρασιών για να ανθίσει και αυτή είναι η σημαντικότερη διαφορά της με την ανοιξιάτικη ελαιοκράμβη. Λόγω του πολύ μικρού μεγέθους του σπόρου χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή για την αποφυγή πυκνής σποράς. Η ποσότητα σπόρου καθορίζεται από την φυτρωτική ικανότητα του σπόρου, από τους προβλεπόμενους κινδύνους απωλειών (παγωνιά, ξηρασία, κατάσταση εδάφους) και το αν χρησιμοποιούμε ποικιλία ή υβρίδιο. Παγκοσμίως εφαρμόζεται αμειψισπορά με σιτηρά.

Ασθένειες και εχθροί

Ασθένειες

Στην Ευρώπη είναι καταγεγραμμένες αρκετές ασθένειες που προσβάλλουν την καλλιέργεια της ελαιοκράμβης, με κυριότερη την ασθένεια του Μαύρου λαιμού (Phoma lingam). Στην Ελλάδα σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα, παρατηρήθηκε η Βερτισιλλίωση (Verticillium dahlia) με ήπια, προς το παρόν, συμπτώματα στην ανάπτυξη των φυτών. Λοιπές σημαντικές ασθένειες που προσβάλουν την καλλιέργεια είναι η αλτενάρια, η καρκίνωση των ριζών, η φυτοφθόρα, η σκληρωτίνια, ο βοτρύτης. Παρακάτω αναφέρονται η συμπτωματολογία, οι συνθήκες ανάπτυξης και τα μέτρα αντιμετώπισης των ασθενειών. Πρέπει να τονισθεί ότι, οι επεμβάσεις για την καταπολέμηση των ασθενειών πρέπει να γίνονται μόνο όταν κρίνεται σκόπιμο και κατά βάση πριν την άνθηση, εξαρτάται δε από το μέγεθος της προσβολής και το οικονομικό όφελος που θα προκύψει από την επέμβαση.

Εχθροί

Η ελαιοκράμβη όπως και πολλά άλλα είδη των Σταυρανθών, προσβάλλεται από ένα ευρύ φάσμα εντόμων, από το στάδιο της αρχικής βλαστικής ανάπτυξης μέχρι και την τελική ωρίμανση των σπόρων. Παρατηρούνται επίσης και μετασυλλεκτικές προσβολές κατά την αποθήκευση των σπόρων. Τα κυριότερα έντομα που προσβάλλουν την καλλιέργεια είναι: οι αφίδες Aphis fabae, Brevicoryne brassicae, Myzus persiceae, το λεπιδόπτερο Pieris brassicae, και το άκαρι Tetranychus urticae. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα πιο επιβλαβή έντομα για την ελαιοκράμβη είναι εκείνα που προσβάλουν τα τμήματα αναπαραγωγής, ενώ τα έντομα που επιτίθενται στα πράσινα μέρη είναι λιγότερο ζημιογόνα, καθώς συχνά ελέγχονται ευκολότερα. Παρακάτω γίνεται συνοπτική περιγραφή των ζημιών και των μέτρων αντιμετώπισης, για τα έντομα με τις πιο συχνές προσβολές στην Ελλάδα.

Οικονομική σημασία

Το βιοντίζελ είναι «πράσινο καύσιμο» -προσφέρει δηλαδή πράσινη ενέργεια συμβάλλοντας στην καταπολέμηση του φαινομένου του θερμοκηπίου, εξασφαλίζοντας μειώσεις προστίμων εκπομπών CO2 σε εθνικό επίπεδο και μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε μόνο του είτε σε μείγμα με ντίζελ σε πετρελαιοκινητήρες. Ικανοποιητικό εισόδημα και ενεργειακή επάρκεια για ίδια χρήση των παραγωγών μπορεί να εξασφαλίσει η παραγωγή βιοντίζελ από την ελαιοκράμβη με σημαντικές προοπτικές για την εξαγωγή του στις χώρες της ΕυρώπηςΤα συμβόλαια των βιομηχανιών βιοκαυσίμων κινούνται στα επίπεδα των 0.40-0.50 ευρώ ανά κιλό παραγόμενων σπόρων ελαιοκράμβης. Έτσι, η καλλιέργεια του ενεργειακού αυτού φυτού υπόσχεται ένα ικανοποιητικό εισόδημα. Πέραν όμως του εισοδήματος, η παραγωγή βιοντίζελ από την ελαιοκράμβη εξασφαλίζει και ενεργειακή επάρκεια για ίδια χρήση των επενδυτών.Η καλλιέργεια ενεργειακών φυτών όπως είναι η ελαιοκράμβη μπορεί να αξιοποιήσει μεγάλο μέρος ή όλη την αγροτική γη, που σήμερα είναι σε υποχρεωτική αγρανάπαυση. Οι παραγωγοί μπορούν να παράγουν εύκολα οι ίδιοι τα καύσιμα (βιοντίζελ) που χρειάζονται για κίνηση (τρακτέρ - αυτοκίνητα) και για θέρμανση, ενώ πέραν αυτού το βιοντίζελ είναι περιζήτητο στο εξωτερικό και ιδιαίτερα στην Ευρώπη με άριστες προοπτικές εξαγωγών.

Η παραγωγή βιοντίζελ εκτός του καυσίμου παράγει δύο πολύτιμα υποπροϊόντα: την πίττα και τη γλυκερίνη. Η πίττα, που είναι περίπου 50-60% της ποσότητας των ελαιούχων σπόρων, είναι άριστη ζωοτροφή και αξιοποιείται για παραγωγή γάλακτος και κρέατος, δηλαδή ανοίγει την πόρτα για μία προσοδοφόρα δραστηριότητα ή την εμπορία της ζωοτροφής.

 

ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΑ ΦΥΤΑ (ΕΙΔΙΚΗ ΓΕΩΡΓΙΑ ΙΙ)

Κωνσταντίνος Πασχαλίδης-Επίκουρος Καθηγητής

Ηράκλειο, Οκτώβριος 2019


Εκτύπωση   Email