Η χρήση ολοκληρωμένων στρατηγικών καταπολέμησης που συνδυάζουν την παρακολούθηση, τη βιολογική καταπολέμηση και τις κατάλληλες γεωπονικές πρακτικές είναι το κλειδί για την προστασία της καλλιέργειας.
Παρά τη έντονη παραγωγή σε διάφορες περιοχές της εθνικής επικράτειας, η καλλιέργεια λεμονιών έχει να αντιμετωπίσει ένα παράσιτο που μπορεί να διακυβεύσει την ποιότητα και την απόδοση της καλλιέργειας: το έντομο του λεμονιού.
Συνήθως αναφέρεται ως έντομο λευκής λεμονιάς, το Aspidiotus nerii είναι ένα μικρό έντομο που ανήκει στην οικογένεια των Diaspididae, το οποίο τρέφεται με το χυμό της λεμονιάς, προκαλώντας άμεση και έμμεση βλάβη στο φυτό ξενιστή. Αυτό το παράσιτο επιτίθεται σε διάφορα μέρη του φυτού, όπως φύλλα, κλαδιά και καρπούς, και αναπαράγεται γρήγορα, απαιτώντας έγκαιρες παρεμβάσεις για την αποφυγή ανεπανόρθωτης ζημιάς.
Ποιες είναι όμως οι ζημιές που προκαλεί το έντομο της λεμονιάς;
Το έντομο λευκής λεμονιάς έχει στοματικά μέρη που τσιμπούν-μυζούν, τα οποία τρυπούν τους ιστούς του φυτού και ρουφάει το χυμό του, απαραίτητο στοιχείο για την ανάπτυξη του λεμονιού, προκαλώντας εκτεταμένες βλάβες όπως:
- αναστολή της ανάπτυξης, μειώνοντας την παροχή θρεπτικών ουσιών που είναι απαραίτητα για τη βλαστική ανάπτυξη με αποτέλεσμα την ανάπτυξη αδύναμων βλαστών που θέτει σε κίνδυνο την ανθοφορία και την καρποφορία.
- κιτρίνισμα των φύλλων, που προκαλείται από την έλλειψη χυμού, ένα σαφές σημάδι της ταλαιπωρίας των φυτών.
- ξήρανση κλαδιών και φύλλων, με απώλεια φύλλων και αποσύνθεση ολόκληρων τμημάτων.
- ζημιά στα φρούτα – καθώς η προσβολή εξελίσσεται, ο καρπός μπορεί να παραμορφωθεί.
- απώλεια της συνολικής ευρωστίας, η πιο σοβαρή συνέπεια είναι σίγουρα η εξάντληση του φυτού που γίνεται έτσι ευάλωτο σε άλλα παράσιτα και παθογόνα, θέτοντας σε κίνδυνο την παραγωγή του για χρόνια.
Οι προσβολές από λεπιδόπτερα δεν επηρεάζουν μόνο την υγεία του φυτού, αλλά προκαλούν τεράστιες οικονομικές απώλειες. Τα κατεστραμμένα φρούτα, μάλιστα, είναι δύσκολο να πουληθούν, μειώνοντας έτσι τα περιθώρια κέρδους.
Στρατηγικές ελέγχου και πρόληψης των λεπιδόπτερων. Ποιά είναι τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την καταπολέμησή τους;
Η υιοθέτηση ολοκληρωμένων στρατηγικών ελέγχου είναι σίγουρα ο καλύτερος τρόπος για να μειωθεί ο αντίκτυπος των λεπιδόπτερων στα λεμόνια. Υπάρχουν διάφορες πρακτικές που μπορούν να χρησιμοποιηθούν, ξεκινώντας από την τακτική παρακολούθηση των φυτών. Ο έλεγχος των κλαδιών, των φύλλων και των καρπών βοηθά στον εντοπισμό σημείων προσβολής, όπως μελίτωμα, κιτρίνισμα των φύλλων και κηλίδες στους καρπούς, επιτρέποντας την έγκαιρη αναγνώριση του προβλήματος. Επιπλέον, η διατήρηση των βέλτιστων συνθηκών καλλιέργειας για το λεμόνι είναι κρίσιμη για την πρόληψη των αλευρώδων. Για παράδειγμα, το τακτικό κλάδεμα και η απομάκρυνση των μολυσμένων κλαδιών βελτιώνουν τον αερισμό του φυτού, καθιστώντας το λιγότερο επιρρεπές σε προσβολή από παράσιτα.
Παράλληλα με αυτό, ο βιολογικός έλεγχος είναι σίγουρα μια από τις αγρονομικές πρακτικές που μπορούν να προσφέρουν μια αποτελεσματική και βιώσιμη λύση κατά του αλευρώδη. Η εισαγωγή αρπακτικών εντόμων όπως η πασχαλίτσα Cryptolaemus montrouzieri, η οποία τρέφεται με αυτά τα έντομα, βοηθά στη φυσική μείωση του πληθυσμού του παρασίτου. Αυτή η μέθοδος είναι επίσης ιδανική για τον έλεγχο των προσβολών σε μεμονωμένα φυτά, όπως τα λεμόνια που καλλιεργούνται σε γλάστρες.
Σε περίπτωση προχωρημένης προσβολής, η στοχευμένη χρήση εντομοκτόνων μπορεί να αποτελέσει λύση. Ωστόσο, είναι καλό να τηρούνται τα κανονιστικά όρια για να αποφευχθεί το αντίθετο αποτέλεσμα. Η συχνή χρήση φυτοφαρμάκων, στην πραγματικότητα, μπορεί να ευνοήσει την εμφάνιση ανθεκτικότητας στο παράσιτο και να προκαλέσει αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.
Επομένως, η εφαρμογή μιας στοχευμένης στρατηγικής είναι το κλειδί για τον περιορισμό της ζημίας που προκαλείται από το κοχίνι, το οποίο είναι σημαντικό για τη διατήρηση της ποιότητας της καλλιέργειας και τη διασφάλιση μακροπρόθεσμης παραγωγικότητας.
Πηγή
Federica Del Vecchio
©fruitjournal.com